Ιουδαίος — ο, θηλ. α (ΑΜ Ἰουδαῑος) 1. αυτός που ανήκει στον ιουδαϊκό λαό, στην ιουδαϊκή κοινότητα 2. φρ. «περιπλανώμενος Ιουδαίος» α) το μυθ. πρόσωπο Αχασβήρος β) κάθε άνθρωπος που μετακινείται διαρκώς χωρίς να ησυχάζει και να διαμένει μονίμως κάπου.… … Dictionary of Greek
περιπλανώμαι — περιπλανῶμαι, άομαι, ΝΜΑ, και περιπλανιέμαι Ν πορεύομαι ή περιφέρομαι εδώ κι εκεί χωρίς συγκεκριμένο σκοπό («σαν άδικη κατάρα περιπλανάται μόνος του σκοτάδι στο σκοτάδι», Βαλαωρ.) νεοελλ. 1. χάνω τον δρόμο μου, τον προσανατολισμό μου, παρεκκλίνω… … Dictionary of Greek
Βερμίλεν, Όγκουστ — (August Vermeylen, Βρυξέλλες 1872 – 1945). Φλαμανδός συγγραφέας. Τo 1893 ίδρυσε το περιοδικό Του σήμερα και του αύριο. Καθηγητής της ιστορίας της τέχνης στο πανεπιστήμιο των Βρυξελλών, δίδαξε αργότερα στο φλαμανδικό πανεπιστήμιο της Γάνδης, του… … Dictionary of Greek
Βερώνη-Γεννάδη, Αικατερίνη — (Κωνσταντινούπολη 1870 – Αθήνα 1955). Ηθοποιός του θεάτρου. Άρχισε τη θεατρική της σταδιοδρομία σε νεαρή ηλικία, παίζοντας στην Κωνσταντινούπολη διάφορους ρόλους μαζί με τα αδέλφια της Θεμιστοκλή, Δημήτριο και Σμαράγδα. Το 1885 εμφανίστηκε για… … Dictionary of Greek
Σι, Μαρί-Ζοζέφ — (γνωστός ως Εζέν Σι Marie Joseph Sue ή Eugene Sue και στα ελληνικά, παλιότερα ως Ευγένιος Σόης). Γάλλος συγγραφέας (Παρίσι 1804 – Ανεσί 1857). Παρουσιάστηκε με ναυτικά μυθιστορήματα, όπως το «Ατάρ Γκουλ» (Atar Gull) αφιερωμένο στο Φέ νιμορ Κούπερ … Dictionary of Greek